ἐπιφραδέως

ἐπιφραδέως
ἐπιφραδέως
circumspectly
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επιφραδέως — ἐπιφραδέως (Α) επίρρ. 1. με σύνεση, με φρόνηση, με περίσκεψη 2. επιμελώς, φροντισμένα 3. (συγκριτ.) ἐπιφραδέστερον (κατά τον Ησύχ.) «συντομώτερον, συνετώτερον». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φραδέως από θ. φραδ (πρβλ. πέ φραδ ον, φράζω), τ. που απαντά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”